-
1 φυλλας
- άδος ἥ1) листья, листва Her.φ. κατακαρφομένη Aesch. — засохшая листва
2) подстилка (ложе) из листьев Soph.3) ветвь с листьями Eur., Arph.κλισίαι ἐκ φυλλάδος Diod. — шалаши из ветвей
4) роща(φ. μυριόκαρπος Soph.; φ. Παρνασία Eur.)
-
2 αβατος
1) непроходимый, недоступный(ἐρημία Aesch.; Παρνησιάδες κορυφαί Eur.; ὄρος Soph.; οὔρεα Her.; ποταμός Xen.; ὁδός Plut.)
2) запретный, заповедный, священный(φυλλὰς θεοῦ Soph.; πέδον Eur.; ἱερόν Plat., Plut.)
3) неприступный, целомудренный, непорочный, чистый(ψυχή Plat., Plut.; ἥ ἔλαφος, γυνή Luc.)
4) необъезженный(ἵππος Luc.)
5) мешающий ходить, сковывающий движения(πόνος Luc.)
-
3 ανηλιος
дор. ἀνάλιος 21) неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный(μυχοὴ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς μέρος Plut.; χωρίον Luc.)
2) темный, тенисстый(φυλλάς Soph.)
-
4 ανηνεμος
-
5 μυριοκαρπος
-
6 στειπτος
-
7 στιπτος
-
8 τεμενιος
См. также в других словарях:
φυλλάς — leafy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά … Dictionary of Greek
φυλλάδα — φυλλάς leafy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδας — φυλλάς leafy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδες — φυλλάς leafy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδι — φυλλάς leafy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδος — φυλλάς leafy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδων — φυλλάς leafy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάσι — φυλλάς leafy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάσιν — φυλλάς leafy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδ' — φυλλάδα , φυλλάς leafy fem acc sg φυλλάδι , φυλλάς leafy fem dat sg φυλλάδε , φυλλάς leafy fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)