-
1 φυλλάριον
-
2 φυλλάριον
φυλλάριον, τό, Blättchen
См. также в других словарях:
φυλλάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλαρίοις — φυλλάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλαρίων — φυλλάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάρια — φυλλάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάριο — το / φυλλάριον, ΝΜΑ μικρό φύλλο, φυλλαράκι νεοελλ. 1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών 2. (ορυκτ. πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να… … Dictionary of Greek