Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φυλαχτάρι

См. также в других словарях:

  • φυλαχτάρι — το, Ν το φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλαχτό + κατάλ. άρι (πρβλ. κεφαλ άρι, κρεμαστ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • φυλαχτάρι — το φυλαχτό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλαχτό — το αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάγει τον κάτοχό του από κινδύνους και συμφορές, φυλαχτάρι, χαϊμαλί, φετίχ, μασκότ: Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη, καθετί κακό,... μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό (Γ. Δροσίνης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»