-
1 φυλακικού
-
2 φυλακικοῦ
См. также в других словарях:
φυλακικοῦ — φυλακικός watchful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 φυλακικού
2 φυλακικοῦ
φυλακικοῦ — φυλακικός watchful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)