Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυζηλός

См. также в других словарях:

  • φυζηλός — ή, όν, Α φυζαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ τής λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»