Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φυγαδικός

См. также в других словарях:

  • φυγαδικός — ή, όν, Α [φυγάς, άδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.) 2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν οι φυγάδες. επίρρ... φυγαδικῶς Α κατά τον τρόπο τών φυγάδων …   Dictionary of Greek

  • φυγαδικῶν — φυγαδικός of fem gen pl φυγαδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικόν — φυγαδικός of masc acc sg φυγαδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικαῖς — φυγαδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικούς — φυγαδικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικῆς — φυγαδικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδική — φυγαδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικήν — φυγαδικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικῶς — φυγαδικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικάς — φυγαδικά̱ς , φυγαδικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»