-
1 φυγαδευτηρίω
-
2 φυγαδευτηρίῳ
См. также в других словарях:
φυγαδευτηρίῳ — φυγαδευτήριον city of refuge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… … Dictionary of Greek