1 φθην-
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φθην-
2 φτηνός
φτηνό αστείο — дешёвая острота;
φτηνή επιτυχία — дешёвый успех;
§
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτηνός