-
1 φρυγανώδης
φρυγανώδηςof: masc /fem acc pl (attic epic doric)φρυγανώδηςof: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)φρυγανώδηςof: masc /fem nom sg -
2 φρυγανώδης
φρῡγᾰνώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγανώδης
-
3 φρυγανωδέστερον
φρυγανώδηςof: adverbial compφρυγανώδηςof: masc acc comp sgφρυγανώδηςof: neut nom /voc /acc comp sg -
4 φρυγανώδει
φρυγανώδηςof: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)φρυγανώδηςof: masc /fem /neut dat sgφρυγανώδεϊ, φρυγανώδηςof: dat sg (epic) -
5 φρυγανώδη
φρυγανώδηςof: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)φρυγανώδηςof: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)φρυγανώδηςof: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 φρυγανώδεις
φρυγανώδηςof: masc /fem acc plφρυγανώδηςof: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 φρυγανώδους
φρυγανώδηςof: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
8 φρυγανώδες
-
9 φρυγανῶδες
-
10 φρυγανωδών
-
11 φρυγανωδῶν
-
12 φρυγανικός
A = φρυγανώδης, τὰ φ. Thphr.HP1.5.3, 6.6.1;φ. ἔμβλημα Sammelb.7361.13
(iii A. D.): [comp] Sup.,- ώτατα τῇ προσόψει Thphr.CP3.7.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγανικός
-
13 φρυγανοειδής
φρῡγᾰνοειδής, ές,A = φρυγανώδης, Dsc.3.36, 154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγανοειδής
См. также в других словарях:
φρυγανώδης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) φρυγανώδης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φρυγανώδης of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανώδης — ες / φρυγανώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρυγανον] όμοιος με φρύγανο νεοελλ. γεμάτος φρύγανα … Dictionary of Greek
φρυγανωδέστερον — φρυγανώδης of adverbial comp φρυγανώδης of masc acc comp sg φρυγανώδης of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανώδει — φρυγανώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φρυγανώδης of masc/fem/neut dat sg φρυγανώδεϊ , φρυγανώδης of dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανώδη — φρυγανώδης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρυγανώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φρυγανώδης of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανῶδες — φρυγανώδης of masc/fem voc sg φρυγανώδης of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανώδεις — φρυγανώδης of masc/fem acc pl φρυγανώδης of masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλούνα — Φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κοινή. Είναι αειθαλές, πολύκλαδο, μικρών διαστάσεων φυτό – το ύψος της φτάνει έως 40 50 εκ. Έχει πολυάριθμα, πολύ μικρά φύλλα, γραμμοειδή… … Dictionary of Greek
φρυγανωδῶν — φρυγανώδης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανώδους — φρυγανώδης of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek