Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φρῡγᾰνώδης

См. также в других словарях:

  • φρυγανώδης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) φρυγανώδης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φρυγανώδης of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανώδης — ες / φρυγανώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρυγανον] όμοιος με φρύγανο νεοελλ. γεμάτος φρύγανα …   Dictionary of Greek

  • φρυγανωδέστερον — φρυγανώδης of adverbial comp φρυγανώδης of masc acc comp sg φρυγανώδης of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανώδει — φρυγανώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φρυγανώδης of masc/fem/neut dat sg φρυγανώδεϊ , φρυγανώδης of dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανώδη — φρυγανώδης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρυγανώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φρυγανώδης of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανῶδες — φρυγανώδης of masc/fem voc sg φρυγανώδης of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανώδεις — φρυγανώδης of masc/fem acc pl φρυγανώδης of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλούνα — Φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κοινή. Είναι αειθαλές, πολύκλαδο, μικρών διαστάσεων φυτό – το ύψος της φτάνει έως 40 50 εκ. Έχει πολυάριθμα, πολύ μικρά φύλλα, γραμμοειδή… …   Dictionary of Greek

  • φρυγανωδῶν — φρυγανώδης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανώδους — φρυγανώδης of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»