-
1 φρυγανοφόρος
φρῡγᾰνοφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγανοφόρος
-
2 φρυγανοφόροι
φρυγανοφόροςgathering dry sticks: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
φρυγανοφόρος — ον, Α αυτός που μεταφέρει φρύγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + φόρος*] … Dictionary of Greek
φρυγανοφόροι — φρυγανοφόρος gathering dry sticks masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)