-
1 φρῡγανίτης
φρῡγανίτης, ὁ, fem. φρῡγανῖτις, = φρυγανικός, ὕλη Heliod. 9, 8.
-
2 φρυγανίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγανίτης
См. также в других словарях:
φρυγανίτης — ό, θηλ. φρυγανῑτις, ίτιδος, Α κατάλληλος για καύση, καύσιμος («φρυγανίτιδα ὕλην», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
φρυγανίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. φρυγανίτης … Dictionary of Greek