-
1 φρᾱτριαστής
φρᾱτριαστής, ὁ, = φράτωρ, D. Hal. 4, 43, curialis.
-
2 φρατριαστής
A curialis, D.H.4.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρατριαστής
-
3 φρατριαστών
-
4 φρατριαστῶν
См. также в других словарях:
φρατριαστής — ὁ, ΜΑ βλ. φατριαστής … Dictionary of Greek
φρατριαστῶν — φρατριαστής curialis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης … Dictionary of Greek
φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* … Dictionary of Greek