Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φρᾱτριαστής

См. также в других словарях:

  • φρατριαστής — ὁ, ΜΑ βλ. φατριαστής …   Dictionary of Greek

  • φρατριαστῶν — φρατριαστής curialis masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης …   Dictionary of Greek

  • φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»