-
1 φρουρός
φρουρός, ὁ (von προ-οράω, vgl. φροῦδος), der Vorschauer, Wächter; Eur. Ion 22 Rhes. 506; Plat. Rep. VIII, 560 b u. öfter, u. Folgde; οἱ φρουροί, die Besatzung eines festen Platzes, Xen. Hell. 1, 6,10. 2, 2,1 u. sonst.
-
2 φρουρος
ὅ1) дозорный, караульный, страж Eur., Thuc., Plat.2) солдат гарнизонаοἱ φρουροί Thuc. — гарнизон;
ποιεῖν τοὺς φύλακας φρουρούς Arst. — превратить караульных в гарнизонных солдат -
3 φρουρός
φρουρόςwatcher: masc nom sg -
4 φρουρός
φρουρός, ὁ,A watcher, guard, IG12.11.9, al., 42(1).40.16 (Epid., v/iv B. C.), E. Ion22, Rh. 506; φρουροὺς ἐγκατέλιπον left a garrison in a place, Th.2.6, cf. 4.25;ἐκβάλλειν τοὺς φ. Id.8.108
;οἱ φ. οἱ ἐν Ἄνδρῳ IG22.123.10
;οἳ.. ἄριστοι φ. τε καὶ φύλακες.. εἰσί Pl.R. 560b
; identified with φύλακες, X.Cyr.8.6.1,3;τοὺς φύλακας οἷον φρουρούς Arist.Pol. 1264a26
. (Contr. from Προορός (cf. οὖρος (B)), as φροίμιον from προοίμιον, φροῦδος from πρὸ ὁδοῦ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρουρός
-
5 φρουρός
φρουρός, ὁ, der Vorschauer, Wächter; οἱ φρουροί, die Besatzung eines festen Platzes -
6 φρουρός
-
7 φρουρός
[фрурос] ουσ. а сторож, часовой, караульный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φρουρός
-
8 φρουρός
[фрурос]ουσ α сторож, часовой, караульный. -
9 φρουρός
1) garde2) sentinelle -
10 φρουρός
1) placówka (f) rzecz.2) posterunek (m) rzecz.3) wartownik (m) rzecz. -
11 φρουρός
1) hlídka2) stráž -
12 φρουρός
sentinelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φρουρός
-
13 προβατό-φρουρος
προβατό-φρουρος, Schafe hütend, Sp.
-
14 σύμ-φρουρος
σύμ-φρουρος, mit oder zugleich wachend, übertr., ὦ μέλαϑρον ξύμφρουρον ἐμοί, Soph. Phil. 1439, wohl = das bei, mit mir aushält.
-
15 εὔ-φρουρος
εὔ-φρουρος, wohl bewachend, κομιδὴν εὔφρουρον ἔχουσι Opp. H. 5, 621.
-
16 δρακοντό-φρουρος
δρακοντό-φρουρος, von Drachen bewacht, Lycophr. 1511, v. l. δρακοντοφόρος, Drachen tragend.
-
17 μονό-φρουρος
μονό-φρουρος, allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.
-
18 αἰεί-φρουρος
αἰεί-φρουρος, οἴκησις Soph. Ant. 883, stets bewachend, gefangen haltend.
-
19 ἀ-φρουρος
-
20 ἀντί-φρουρος
ἀντί-φρουρος, ὁ, Wächters Stelle vertretend. Hes.
См. также в других словарях:
φρουρός — watcher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α 1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.) 2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου,… … Dictionary of Greek
φρουρός — ο 1. αυτός που φρουρεί, που φυλάγει κάτι, ο φύλακας και ιδίως ο στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς: Οι φρουροί των συνόρων. 2. στρατιώτης ή ναύτης ή σμηνίτης «σκοπός», που «φυλάει βάρδια», ο βαρδιάτορας, το καραούλι. 3. καθένας που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρουροί — φρουρός watcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρούς — φρουρός watcher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρέ — φρουρός watcher masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρῷ — φρουρός watcher masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρόν — φρουρός watcher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρώ — φρουρός watcher masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφρουρος — εὔφρουρος, ον (Α) άγρυπνος, προσεκτικός, καλοφυλαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φρουρος (< φρουρός), πρβλ. αρχί φρουρος, θεό φρουρος] … Dictionary of Greek
θεόφρουρος — θεόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρείται από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρουρος (< φρουρός), πρβλ. δρακοντό φρουρος, έμ φρουρος] … Dictionary of Greek