-
1 φρουροδομος
См. также в других словарях:
φρουροδόμος — ον, Α αυτός που φρουρεί το σπίτι («φρουροδόμοι κύνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός + δόμος (πρβλ. ὀπισθό δομος)] … Dictionary of Greek
φρουροδόμοι — φρουροδόμος guarding the house masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek