Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φρουρεῖ

См. также в других словарях:

  • φρουρεῖ — φρουρέω keep watch pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) φρουρέω keep watch pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούρει — φρουρέω keep watch pres imperat act 2nd sg (attic epic) φρουρέω keep watch imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημοσκόπος — ἐρημοσκόπος, ὁ (Α) 1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + σκοπός] …   Dictionary of Greek

  • αγρυπνητικός — ἀγρυπνητικός, ή, όν (AM) [ἀγρυπνῶ] αυτός που επαγρυπνεί, που φρουρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρυπνῶ + κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

  • αείφρουρος — ἀείφρουρος, ον (Α) αυτός που πάντοτε φρουρεί, κρατάει κάποιον δέσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φρουρά] …   Dictionary of Greek

  • επίφρουρος — ἐπίφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί πάνω από κάποιον, από ψηλά, ο επικείμενος («ξίφος δ’ ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ερκούρος — ἑρκοῡρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ τού έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)] …   Dictionary of Greek

  • ημεροφύλαξ — ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια τής ημέρας, ο ημεροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφύλαξ — κοσμοφύλαξ, ακος, ὁ (Μ) 1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν 2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας …   Dictionary of Greek

  • μονόφρουρος — μονόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φρουρός] …   Dictionary of Greek

  • μύχουρο — μύχουρος, ὁ (Α) αυτός που φυλάσσει τους μυχούς, που φρουρεί τα ενδότερα, τα εσώτατα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + οὖρος «φύλακας, φρουρός» (πρβλ. επί ουρος, νομί ουρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»