-
1 φροντιστικός
φροντιστικός, zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.
См. также в других словарях:
φροντιστικῶς — φροντιστικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anaces — ANĂCES, um, Gr. Ἄνακες, ων, sind so viel, als Castor und Pollux, des Jupiters oder des Tyndarus und der Leda Söhne, Plutarch. in Thes. c. 39. & Hesych. in Ἄνακες. Es soll sie Menestheus am ersten also und Erretter genannt haben, nachdem sie die… … Gründliches mythologisches Lexikon
φροντιστικός — ή, όν, Α [φροντίζω] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.) 2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.) 3. νευρικός, αγχώδης 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek