Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φροντιστικῶς

См. также в других словарях:

  • φροντιστικῶς — φροντιστικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anaces — ANĂCES, um, Gr. Ἄνακες, ων, sind so viel, als Castor und Pollux, des Jupiters oder des Tyndarus und der Leda Söhne, Plutarch. in Thes. c. 39. & Hesych. in Ἄνακες. Es soll sie Menestheus am ersten also und Erretter genannt haben, nachdem sie die… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • φροντιστικός — ή, όν, Α [φροντίζω] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.) 2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.) 3. νευρικός, αγχώδης 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»