-
1 φροντιστής
φροντιστήςdeep thinker: masc nom sg -
2 φροντιστής
φροντιστής, οῦ, ὁ (s. φροντίζω; X., Pla. et al.; IG XIV, 715; 759; pap [oft. as a t.t. for ‘guardian’]; Philo, Somn. 2, 155) protector, guardian w. objective gen. (Jewish ins fr. Side in Pamphylia: JHS 28, 1908, 195f, no. 29 φρ. τῆς συναγωγῆς) σὺ αὐτῶν φρ. ἔσο IPol 4:1.—DELG s.v. φρήν II 4. -
3 φροντιστής
A deep thinker, as Socrates is called in derision by Ar.Nu. 266, cf. 414 (anap.), al.; φ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, one who meditates on supra-terrestrial things, X.Smp.6.6, Mem.4.7.6;τὰ.. μετέωρα φ. Pl.Ap. 18b
: hence, generally, philosopher, X. Smp.7.2, cf. Hsch.II one who takes care of, τινων D.S.37.8; curator,ἱεροῦ Ἀφροδίτης IGRom.1.1167C4
(Egypt, ii A. D.); ([place name] Side), cf. BMus.Inscr.1069 (Fayum, ii A.D.); τῶν δημοσίων πραγμάτων Sch.Ar.Pl. 908;τῶν ἀρχομένων Poll.1.40
: manager,κακῷ φ. τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἐπιτρέψομεν Porph.Abst.1.50
;παρύγρων Cat.Cod.Astr.8(1).177
; without gen., manager, housekeeper, Phld.Oec.p.51 J.: as transl. of Lat. procurator,ὁ φ. Δρούσου IGRom.4.219
([place name] Ilium).2 title of official of a φρατρία, IG14.759.8 ([place name] Naples).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φροντιστής
-
4 φροντισταί
φροντιστήςdeep thinker: masc nom /voc pl -
5 φροντιστήν
φροντιστήςdeep thinker: masc acc sg (attic epic ionic) -
6 φροντιστά
φροντιστά̱, φροντιστήςdeep thinker: masc nom /voc /acc dualφροντιστήςdeep thinker: masc voc sgφροντιστήςdeep thinker: masc nom sg (epic) -
7 φροντιστάς
φροντιστά̱ς, φροντιστήςdeep thinker: masc acc plφροντιστά̱ς, φροντιστήςdeep thinker: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 φροντιστή
-
9 φροντιστῇ
-
10 φροντισταίς
-
11 φροντισταῖς
-
12 φροντισταίσιν
-
13 φροντισταῖσιν
-
14 φροντιστού
-
15 φροντιστοῦ
-
16 φροντιστώ
-
17 φροντιστῶ
-
18 φροντιστών
-
19 φροντιστῶν
-
20 μενοινής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενοινής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φροντιστής — deep thinker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστής — ο 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς). 2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… … Dictionary of Greek
φροντισταῖς — φροντιστής deep thinker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντισταῖσιν — φροντιστής deep thinker masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντισταί — φροντιστής deep thinker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστοῦ — φροντιστής deep thinker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστῇ — φροντιστής deep thinker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστήν — φροντιστής deep thinker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστῶ — φροντιστής deep thinker masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστῶν — φροντιστής deep thinker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)