-
1 φριμαγμοίς
-
2 φριμαγμοῖς
См. также в других словарях:
φριμαγμοῖς — φριμαγμός snorting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 φριμαγμοίς
2 φριμαγμοῖς
φριμαγμοῖς — φριμαγμός snorting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)