Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φρενοδαλής

См. также в других словарях:

  • φρενοδαλής — φρενοδᾱλής , φρενοδαλής ruining the mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοδαλής — ές, Α αυτός που προκαλεί βλάβη στις φρένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δᾰλής (< δηλέομαι «βλάπτω»). Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο βραχύ α (αντί τού αναμενόμενου ᾱ / η ), το οποίο απαντά και σε άλλους συγγενείς τ., πρβλ. παν δάλ ητος, δάλλει… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»