-
1 φρενοδαλης
-
2 φρενοπλανης
См. также в других словарях:
φρενοδαλής — φρενοδᾱλής , φρενοδαλής ruining the mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοδαλής — ές, Α αυτός που προκαλεί βλάβη στις φρένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δᾰλής (< δηλέομαι «βλάπτω»). Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο βραχύ α (αντί τού αναμενόμενου ᾱ / η ), το οποίο απαντά και σε άλλους συγγενείς τ., πρβλ. παν δάλ ητος, δάλλει… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek