Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φρενοβλαβοῦς

См. также в других словарях:

  • φρενοβλαβοῦς — φρενοβλαβής deranged masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελλαπατρίδης, Αρμάνδος — (20ός αι.). Γραφικός τύπος της Αθήνας, τρόφιμος του δημοτικού ψυχιατρείου. Για πολλά χρόνια (1925 40), γύριζε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και έβγαζε πολιτικούς λόγους ως αρχηγός του φανταστικού κόμματος των Κυανοχιτώνων. Φορούσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»