-
1 φρατορικός
φρατορικός, = φρατρικός, γραμματεῖον, Dem. 44, 41.
См. также в других словарях:
φρατορικός — ή, όν, Α [φράτωρ, ορoς] φράτριος … Dictionary of Greek
φρατερικός — ή, όν, Α φρατορικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτηρ, ερος. Η λ. αποτελεί δ. ανάγνωση τού τ. φρατορικός] … Dictionary of Greek
φρατερικόν — φρᾱτερικόν , φρατορικός masc acc sg φρᾱτερικόν , φρατορικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)