-
1 φραγμός
φραγ-μός, ὁ,2 intestinal obstruction, Cael.Aur.CP3.17.II fence, paling, X.Cyn. 11.4, AP9.343 (Arch.) BGU1119.32 (i B. C.), Ev.Matt.21.33, etc.; hedge, Aesop.385; railing of the bridge over the Hellespont, Hdt. 7.36: fortification, ib. 142; of the diaphragm, Hp.Flat.10, Arist.PA 672b20; of the shard of beetles, ib. 682b17; of the teeth, Poll.2.93.2 metaph., partition, Ep.Eph.2.14.b nickname of a man with a bristly beard, Luc.Pseudol.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φραγμός
См. также в других словарях:
φράγδην — Α επίρρ. με θωράκιση, με πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράγ μα, φραγ μός) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. τροχά δην)] … Dictionary of Greek
φραγή — η, Ν φράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (II) (πρβλ. φράγ μα, φραγ μός) + κατάλ. ή (πρβλ. αλλάζω: αλλαγή, σφάζω: σφαγή)] … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… … Dictionary of Greek
χασμός — ὁ, Μ χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω + κατάλ. μός (πρβλ. φραγ μός)] … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek