-
1 φρήτωρ
-
2 ἀ-φρήτωρ
-
3 αφρητωρ
-
4 φράτωρ
-
5 ἀλλοφρήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοφρήτωρ
-
6 ἀφρήτωρ
ἀ-φρήτωρ ( φρήτρη): without clan or clansmen; ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιος, ‘friendless, lawless, homeless,’ Il. 9.63†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀφρήτωρ
-
7 ἀφρήτωρ
ἀ-φρήτωρ, ohne Zunft (φράτρα), ungesellig
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский