-
61 ἀερόφοιτος
ἀερό-φοιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερόφοιτος
-
62 ἀνεμόφοιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεμόφοιτος
-
63 ἀνώφοιτος
ἀνώ-φοιτος, ον,A mounting upwards, of air and fire, Zeno Stoic.1.27, cf. Ph.2.513, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνώφοιτος
-
64 ἀστερόφοιτος
ἀστερό-φοιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερόφοιτος
-
65 ἠερόφοιτος
A air-wandering, φύσις, of birds, ib. 125;οἶστρος Orph.A.47
; of cuttle-fish, Opp.H.3.166 (cf.ἠέρα τεμνουσι 1.427
); of the moon, Max.485, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠερόφοιτος
-
66 ἠνεμόφοιτος
ἠνεμό-φοιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠνεμόφοιτος
-
67 ὀρεσίφοιτος
ὀρεσῐ-φοιτος, ον,A = ὀρείφοιτος, Corn.ND34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρεσίφοιτος
-
68 ὀρνεόφοιτος
ὀρνεό-φοιτος, ον,A frequented by birds, AP10.11 (Satyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρνεόφοιτος
-
69 ὁμόφοιτος
ὁμό-φοιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόφοιτος
-
70 ὑγρόφοιτος
ὑγρό-φοιτος, ον,A = ὑγροκέλευθος, Lyc.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγρόφοιτος
-
71 ἀγλαόφοιτος
-
72 ἀεροφοίτης
ἀερο-φοίτης, ἀερό-φοιτος, luftdurchwandelnd -
73 ἀερόφοιτος
ἀερο-φοίτης, ἀερό-φοιτος, luftdurchwandelnd -
74 ἀνώφοιτος
-
75 ἀστερόφοιτος
-
76 εἰναλίφοιτος
εἰν-αλί-φοιτος, im Meere wandelnd, sich bewegend -
77 ἐπίφοιτος
-
78 ἠερόφοιτος
-
79 ἠνεμόφοιτος
ἠνεμό-φοιτος, sturmschreitend, mit Sturmschritten -
80 θεόφοιτος
См. также в других словарях:
φοῖτος — a repeated going masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίτος — ὁ, Α 1. το να συχνάζει κανείς κάπου 2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. τού φοιτῶ] … Dictionary of Greek
φοιτός — ή, όν, Α μτγν. τ. τού φυτός* … Dictionary of Greek
φοῖτον — φοῖτος a repeated going masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερόφοιτος — ἡμερόφοιτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] … Dictionary of Greek
ηνεμόφοιτος — ἠνεμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται, που έρχεται διά μέσου τού ανέμου («ἠνεμόφοιτος βροντή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ήνεμος «άνεμος» + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. ομό φοιτος, υγρό φοιτος] … Dictionary of Greek
θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] … Dictionary of Greek
πυρίφοιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Περσεφόνης) αυτός που βρίσκεται συχνά ή συνεχώς στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φοιτος (< φοιτώ «συχνάζω»), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] … Dictionary of Greek
νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… … Dictionary of Greek
νυκτίφοιτος — νυκτίφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορεί φοιτος) … Dictionary of Greek
ομόφοιτος — ὁμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ φοιτος] … Dictionary of Greek