Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φοΐς

См. также в других словарях:

  • φοΐς — ΐδος, ἡ, Α βλ. φωΐς …   Dictionary of Greek

  • τύφοις — τύ̱φοις , τύφω raise a smoke pres opt act 2nd sg τύ̱φοις , τῦφος frigidae febres masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωΐς — και φοΐς, ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α φυσαλλίδα στην επιφάνεια τού δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή *bhō w τής ρίζας τού… …   Dictionary of Greek

  • γρίφοις — γρί̱φοις , γρῖφος fishing basket masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφοις — κού̱φοις , κοῦφος light masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφοῖς — κῡφοῖς , κυφός bent forwards masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάφοις — ψά̱φοις , ψῆφος a small round worn stone fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφοις — ψή̱φοις , ψῆφος a small round worn stone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»