-
1 φούλλικλον
φούλλικλονfootball: neut nom /voc /acc sg -
2 φούλλικλον
φούλλικλον, τό,A football, Lat. folliculus, Ath.1.14f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φούλλικλον
См. также в других словарях:
φούλλικλον — football neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φούλλικλος — ό, και φούλλικλον, τὸ, Α μικρή μπάλα για παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. folliculus «θύλακος, σφαίρα για παιχνίδι»] … Dictionary of Greek