-
1 bomber
φουσκώνω -
2 bouffer
φουσκώνω -
3 nafouknout
φουσκώνω -
4 nadymać
φουσκώνω -
5 kabartmak
φουσκώνω, τουρλώνω -
6 надуть
-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надутый, βρ: -ут, -а, -оρ.σ.μ.1. φουσκώνω•надуть футбольный мяч φουσκώνω την ποδόσφαιρα•
ветер -ул паруса ο αέρας φούσκωσε τα πανιά.
2. φυσώ, παρασέρνω• επιφέρω•ветер -ул пыли в окна ο αέρας γέμισε τα παράθυρα σκόνη.
3. απρόσ. κρυολογώ, με φυσά ρεύμα, αέρας•-ло в ухо κρυολόγησε το αυτί.
4. απατώ, ξεγελώ.εκφρ.надуть губы – κατσουφιάζω, κρεμώ, κατεβάζω τα μούτρα•надуть щки – φουσκώνω τα μάγουλα. надуть в уши кому ψιθυρίζω στ αυτί κάποιου.φουσκώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3, 4 σημ.). || (για ποτάμια) φουσκώνω, γεμίζω νερό•река -лась το ποτάμι φούσκωσε.
|| κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω. || πίνω πολύ•надуть водой φουσκώνω νερό.
-
7 дуть
дуть 1дую, дуешь, ρ.δ.1. φυσώ, πνέω•-ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος•
в это окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά•
дуть в трубку φυσώ στο σωλήνα.
2. μτφ. κατασκευάζω με φύσημα•дуть бутылки φυσώ μποκάλια.
4. φουσκώνω, διογκώνω.5. πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. || πίνω πολύ, κατεβάζω•дуть водку πίνω πολλή βότκα.
|| μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο.εκφρ.дуть губы (губки) – φυσώ από το κακό•и в ус (себе) не дуть καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, καθόλου.φουσκώνω, διογκώνομαι•живот -лся φούσκωνε η κοιλία.
|| μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. || πεισματώνω, γινατώνω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. || παίζω με πάθος•дуть в карты παίζω με μανία τα χαρτιά.
дуть 2-Я ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. || φύσημα (κατασκευής γυαλιού). -
8 накачать
накачатьсов, накачивать несов ἀντλώ, τρουμπάρω/ φουσκώνω (воздухом, газом):\накачать ши́ну φουσκώνω τό λάστιχο, φουσκώνω τή σαμπρέλλα \накачаться (напиваться) разг παραπίνω, μεθώ. -
9 раздувать
раздув||атьнесов1. φυσώ, φουσκώνω:\раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·2. (надувать) φουσκώνω·3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:\раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·5. перен, (увеличивать, расширять):\раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες. -
10 накачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накачанный, βρ: -чан, -а, -о.1. αντλώ• γεμίζω αντλώντας•накачать воды αντλώ νερό•
накачать бочку воды γεμίζω με την αντλία ένα βαρέλι νερό.
|| φουσκώνω, γεμίζω με αέρα•накачать велосипедную камеру φουσκώνω τη σαμπρέλα του ποδηλάτου•
шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού.
2. μτφ. μεθώ, ποτίζω κάποιον.3. μτφ. βάνω στο νου κάποιου, εξηγώ, δίνω να καταλάβει, γεμίζω το κεφάλι.εκφρ.не было печоли, (так) черти -ли – (απλ.) καλά ήμασταν στην ησυχία μας, η έρμη τύχη τά φέρε έτσι.1. κουνιέμαι, λικνίζομαι, τραμπαλίζομαι.2. μτφ. παραπίνω, σουρώνω, γίνομαι τάπα στο μεθύσι. -
11 оттопырить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттопыренный, βρ: -рен, -а, -оπροτείνω, προεκτείνω, φουσκώνω, τεντώνω προς τα έξω•оттопырить губы προεκτείνω τα χείλη•
оттопырить карман φουσκώνω τη τσέπη.
φουσκώνω, εξέχω•п-рья у птицы -лись το πτέρωμα του πουλιού φούσκωσε•
карманы -лись οι τσέπες φούσκωσαν.
-
12 пузырить
-ритρ.δ.μ. φυσώ• φουσκώνω•ветер -ил занавеску ο άνεμος φούσκωνε την κουρτίνα.
1. καλύπτομαι (είμαι γεμάτος).! από φυσαλίδες. || φουσκώνω, διογκώνομαι από το φύσημα.2. μτφ. θυμώνω, φουσκώνω από το θυμό. -
13 надувать
-
14 опухать
-
15 распухать
-
16 вздувать
вздуватьнесов1. (раздувать) φουσκώνω·2. (увеличивать) разг ἀνεβάζω, ὑψώνω:\вздувать цены ὑψώνω (или φουσκώνω) τίς τιμές. -
17 вздуваться
вздувать||сянесов1. (вспухать) πρήζομαι, φουσκώνω·2. (о реке) φουσκώνω, πλημμυρίζω, ξεχειλώ·3. (о ценах) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω. -
18 оттопыривать
оттопыриватьнесов, оттопырить сов φουσκώνω (με-.):\оттопыривать гу́бы φουσκώνω τά χείλια μου. -
19 вдуть
-вдую, вдуешь, ρ.σ.μ.εμφυσώ, εμπνέω, φουσκώνω•вдуть воздух в резиновый мяч φουσκώνω το λαστιχένιο τόπι.
-
20 взбухнуть
-нет, παρλθ. χρ. взбух, -ла, -о, ρ.σ.διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω•-ли почки на деревьях μπουμπούκιασαν τα δέντρα.
|| ανυψώνομαι, φουσκώνω (για ποτάμια).
См. также в других словарях:
φουσκώνω — φουσκώνω, φούσκωσα, φουσκωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: φουσκώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (φουσκώνομαι, βλ. πίν. 4 ). Το ρ. σημαίνει και → διογκώνω, αυξάνω κάτι σε όγκο και → διογκώνομαι, αυξάνομαι σε όγκο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… … Dictionary of Greek
φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκώνω — φουσκώνω, γεμίζω με αέρα το ασκί … Dictionary of Greek
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek
ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… … Dictionary of Greek
φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… … Dictionary of Greek
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek
αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ … Dictionary of Greek