Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φορ

  • 1 φορά

    η
    1) раз;

    αότή τη φορά — на этот раз;

    άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;

    δεύτερη φορά — вторично;

    εκείνη τη φορά — в тот раз;

    κάθε φορά — всякий раз;

    μιά φορά — однажды, один раз;

    δυό φορές — дважды;

    άλλη μιά φορά — ещё раз;

    μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;

    πόσες φορές; — сколько раз?;

    εκατό φορές — сто раз;

    πολλές φορές — много раз;

    λίγες φορές — редко;

    μερικές φορές — иногда, изредка;

    καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;

    τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;

    2) стремительность, быстрое движение;

    επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;

    3) разбег;

    άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);

    4) направление;

    φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);

    κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;

    5) движение, ход;

    η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;

    § μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;

    ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;

    φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;

    είναι μιά φορ! — вот это да!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φορά

  • 2 φόρος

    ο
    1) налог; пошлина;

    άμεσος (εμμεσος) φόρος — прямой (косвенный) налог;

    ο φόρος της δεκάτης — десятина (налог);

    έγγειος (δημοτικός) φόρ. — поземельный (муниципальный) налог;

    φόρος (επί) τού είσοδήματος — подоходный налог;

    φόρος (υποτελείας) ист. — дань;

    2) перен. дань; долг;

    φόρ ευγνωμοσύνης — дань благодарности;

    3) базар, рынок;

    § βγάζω στο φόρο — разоблачать, разглашать, разбалтывать;

    βγαίνω στο φόρο — обнаруживаться, всплывать на поверхность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φόρος

  • 3 φορώ

    (ε), φοράω (αόρ. (ε)φόρεσα, παθ:
    αόρ. φορέθηκα α εφορέθην) μετ. 1) носить; надевать;

    φορώ σπαθί — носить шпагу;

    φορώ γυαλιά (περούκα) — носить очки (парик);

    2) надевать (что-л, на кого-л.);

    φορ τα παπούτσια τού παιδιού — а) обуть ребёнка; — б) носить детский размер обуви

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φορώ

См. также в других словарях:

  • Φορ-Λαμί — Πόλη (512.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Τσαντ, γνωστή σήμερα και με το τοπικό της όνομα Ν’ζαμένα. Χτισμένη κοντά στη συμβολή του Λογκόν με το Σαρί, περίπου 100 χλμ. από την εκβολή στη λίμνη Τσαντ και στα σύνορα σχεδόν με το Καμερούν,… …   Dictionary of Greek

  • Φορ-ντε-Φρανς — (Fort de France). Πόλη (170.990 τ. χλμ., 170.500 κάτ. το 2003), πρωτεύουσα της Μαρτινίκας. Είναι σημαντικό εμπορικό λιμάνι, στη βόρεια άκρη του ομώνυμου κόλπου, από το οποίο εξάγονται αγροτικά, ως επί το πλείστον, προϊόντα (ζαχαροκάλαμο, μπανάνες …   Dictionary of Greek

  • Φορ, Πολ — (Fort, 1872 – 1960). Γάλλος ποιητής. Στην ποίησή του ακολούθησε τις αισθητικές αντιλήψεις των συμβολιστών. Παράλληλα με την ποιητική του δραστηριότητα, ίδρυσε το 1890 το Θέατρο Τέχνης και το 1905 το περιοδικό Στίχος και πρόζα, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σέντερ φορ — ο, Ν άκλ. (στο ποδόσφαιρο) ο παίκτης που κατέχει τη θέση τού κεντρικού κυνηγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. centre fore < centre «κέντρο» + fore «μπροστά»] …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτινίκα — Νησί (1.102 τ. χλμ., 381.427 κάτ. το 1999) της Κεντρικής Αμερικής, στις Αντίλλες, το οποίο αποτελεί υπερπόντιο νομό της Γαλλίας, με πρωτεύουσα τη Φορ ντε Φρανς (Fort de France, 94.049 κάτ.).Βρίσκεται στα Προσήνεμα νησιά των Μικρών Αντιλλών,… …   Dictionary of Greek

  • Myth Cloth — Les Saint Cloth Myth, appelées plus couramment Myth Cloth sont une ligne de figurines de collections (ainsi que leurs accessoires) basées sur le manga Saint Seiya et son anime (connu en France sous le nom Les Chevaliers du Zodiaque). Elles… …   Wikipédia en Français

  • Myth Cloth — Saltar a navegación, búsqueda Los Myth Cloth (聖闘士聖衣神話, Saint Cloth Myth?), conocidos también en algunos países como Cloth Myth, son una línea de figuras de acción basada en la serie de Animación Saint Seiya (también conocida en España y toda… …   Wikipedia Español

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ιματιοφορίς — ἱματιοφορίς, ίδος, ἡ (Α) κιβώτιο ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φορίς (< θ. φορ τού φέρω, πρβλ. φόρ ος), πρβλ. μαζο φορίς] …   Dictionary of Greek

  • φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»