-
1 загружать
φορτώνω, γεμίζω, πληρώ- электродвигатель генератор - τον ηλεκτρικό κινητήρα, τη γεννήτριαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > загружать
-
2 взваливать
взваливатьнесов, взвалить сов φορτώνω, ρίχνω πάνω, ἐπιρρίπτω:\взваливать всю работу на кого́-л. φορτώνω ὅλη τή δουλειά σέ κάποιον \взваливать всю вину на кого-л. ρίχνω (или φορτώνω) ὀλο τό φταίξιμο σέ κάποιον. -
3 недогрузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недогруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. недогруженный, βρ: жн, -жена, -женоρ.σ.μ.δε φορτώνω πλήρως, φορτώνω λιγότερο•недогрузить тонну угля φορτώνω ένα τόνο κάρβουνο λιγότερο.
-
4 грузить
-
5 нагружать
-
6 валить
валить Iнесов1. (кого-л., что-л.) ρίχνω κάτω, ἀνατρέπω/ἀναποδογυρίζω (опрокидывать) I σωριάζω, ρίχνω, γκρεμίζω (деревья и т. п.):\валить» с ног кого-л. ρίχνω κάτω (или χάμου) κάποιον2. (беспорядочно бросать) ρίχνω, ρίπτω:\валить все в одну́ ку́чу перен τά βάζω ὅλα σ'ενα σακί, δέν κάνω καμιά διάκριση; ◊ \валить вину́ на другого τά φορτώνω σέ ἄλλον, φορτώνω τό λάθος μου σέ ἄλλον.вали||ть IIнесов разг1. (идти толпой) προσέρχομαι κατά μάζες, συρρέω;2. (густой массой):снег \валитьт хлопьями τό χιόνι πέφτει πυκνό, οἱ νιφάδες πέφτουν πυκνά; дым \валитьт из трубы ἀπ' τήν καπνοδόχο βγαίνουν σύννεφα καπνοῦ, ἡ καπνοδόχος βγάζει πυκνό καπνό. -
7 загружать
загружатьнесов I. (кого-л., что-л.) φορτώνω:\загружать кого-л. работой φορτώνω κάποιον μέ δουλειά·2. тех. γεμίζω, πληρώ:\загружать доменную печь γεμίζω τήν ὑψικάμινο. -
8 наваливать
наваливатьнесов, навалить сов σωριάζω, συσσωρεύω (в кучу, беспорядочно)! φορτώνω (какой-л. груз):\наваливать дрова́ в сарай σωριάζω τά ξύλα στήν ἀποθήκη·2. (обязанности и т. п.) разг ἐπιβαρύνω, φορτώνω·3. безл:навалило много сиегу σώριασε πολύ χιόνι· навалило много народу разг μαζεύτηκε πολύς κόσμος. -
9 надавать
надаватьсов δίνω, φορτώνω:\надавать поручений φορτώνω μέ παραγγελίες· \надавать подарков δίνω πολλά δῶρα· \надавать тумаков ξυλοφορτώνω κάποιον. -
10 осыпать
осыпатьнесов, осыпать сов1. ραίνω, σπέρνω, πασπαλίζω, (ἐπι)πάσσω / καλύπτω, σκεπάζω (покрывать):\осыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \осыпать ударами δέρνω (или ξυλοφορτώνω) κάποιον2. перен γεμίζω, φορτώνω:\осыпать· похвалами γεμίζω μέ ἐπαίνους· \осыпать подарками γεμίζω (или φορτώνω) μέ δῶρα· \осыпать упреками βάζω πόστα κάποιον \осыпать насмешками παίρνω κάποιον στό ψηλό· \осыпать бранью λούζω μέ βρισιές. -
11 вешать
вешать 1ρ.δ.μ.1. κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ•-люстру κρεμώ το πολύφωτο.
2. απαγχονίζω.εκφρ.вешать собак на кого – τα φορτώνω στον άλλον και τα βαριά και τ’ αλαφριά στο γάιδαρο (τά φορτώνω) ή όλα τα στραβά τα κουλούρια η νύφη τα φτιάχνει.1. κρεμιέμαι, εξαρτιέμαι.2. απαγχονίζομαι.вешать 2ρ.δ.μ.ζυγίζω, σταθμίζω.ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. -
12 навалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•
-ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.
|| μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•-ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.
2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•-ло много сн-гу χιόνισε πολύ.
4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.
5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.
|| μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.4. πέφτω σωρηδόν. -
13 навьючить
-чу, -чишьρ.σ.μ. φορτώνω. || φορτώνω βαριά, παραφορτώνω.φορτώνομαι•он -лся покупками αυτός φορτώθηκε-ψώνια.
-
14 погрузить
ρ.σ.μ.1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•погрузить в воду βυθίζω στο νερό•
погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.
|| κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.
|| μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•
погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.
|| μτφ. απορροφώ;2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•
погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•
погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.
(κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.•погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•
город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•
погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•
погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.
|| επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι. -
15 прогрузить
ρ.σ. φορτώνω (για ένα χρον. διάστημα)•прогрузить уголь целый день φορτώνω κάρβουνο όλη τη μέρα.
-
16 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
17 борт
1. (судна, самолёта) η πλευρά, η μπάνταподводный - (судна) τα ύφαλα, η κάτω πλευρά του σκάφους2. (автомобиля) η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борт
-
18 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
19 грузить
1. (наполнять что-л грузом) φορτώνω 2. (помещать груз куда-л.) τοποθετώ το φορτίο (κάπου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грузить
-
20 догрузить
1. (окончить погрузку) φορτώνωτελειώνω τη φόρτωση2. (добавить к грузу недостающее до полной нагрузки) συμπληρώνω (το φορτίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > догрузить
См. также в других словарях:
φορτώνω — φορτώνω, φόρτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φορτώνω — φορτῶ, όω, ΝΜΑ [φόρτος] τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ. γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον… … Dictionary of Greek
φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο … Dictionary of Greek
αλαφροφορτώνω — (για υποζύγια) φορτώνω ελαφρά, βάζω επάνω ελαφρό φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φορτώνω] … Dictionary of Greek
επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… … Dictionary of Greek
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοφορτώνω — 1. επιβάλλω σε κάποιον άδικα την εκτέλεση εργασίας, αγγαρείας 2. μέσ. κατηγορώ άδικα, συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φορτώνω] … Dictionary of Greek
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
ανεπίσακτος — η, ο χωρίς επίσαξη, ασέλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επισάττω «φορτώνω, σελώνω»] … Dictionary of Greek
ανθοφορτώνω — γεμίζω, διακοσμώ, φορτώνω με λουλούδια … Dictionary of Greek