-
1 φορμηδόν
-
2 φορμηδόν
-
3 ψιαθηδόν
См. также в других словарях:
φορμηδόν — like mat work indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμηδόν — Α επίρρ. όπως στον φορμό, σταυρωτά («συνδεδεμένων δοράτων φορμηδόν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
ψιαθηδόν — Α επίρρ. φορμηδόν*, σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek