-
1 φορμαλεία
φορμαλεία, ἡ, = Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορμαλεία
См. также в других словарях:
φορμαλεία — και φορμαλία και φορμαρία και πιθ. τ. φρουμαρία, ἡ, Α απόδειξη καταβολής χρημάτων, απόδειξη εξόφλησης 2. πίνακας τροφοδοσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. formula «μορφή, σχήμα διάγραμμα»] … Dictionary of Greek
φορμαρία — ἡ, Α βλ. φορμαλεία … Dictionary of Greek
φρουμαρία — ἡ, Α βλ. φορμαλεία … Dictionary of Greek