-
1 φορητός
[форитос] εκ. портативный, переносный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φορητός
-
2 портативный
φορητός, μικρών διαστάσεων, μεταφερόμενος, κινητόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > портативный
-
3 портативный
-
4 движок
1. (движущаяся вдоль оси часть в различных механизмах) о δρομέας, ο ολισθη-τήρας, το ολισθαίνον τμήμα 2. (лопата) το ξύλινο φτυάρι 3. (переносный двигатель) о μικρός (φορητός) κινητήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движок
-
5 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель
-
6 опрыскиватель
ο ψεκαστήρας, ο ραντιστήραςнавесной - κρεμαστός -, αναρτημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрыскиватель
-
7 радиостанция
ο ραδιοφωνικός σταθμόςбортовая ав. - του αεροσκάφουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиостанция
-
8 ранцевый
(напр. о радиостанции) φορητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ранцевый
-
9 рация
ο ασύρματος, ο (φορητός) σταθμός ασυρμάτου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рация
-
10 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
11 переносный
переносн||ыйприл1. φορητός, μετα-κινητός·2. (о значении) μεταφορικός:в \переносныйом смысле μέ τήν μεταφορική σημασία -
12 портативный
портативн||ыйприл φορητός, μεταφο-ρητός, εὐμετακόμιστος:\портативныйая пишущая машинка ἡ φορητή γραφομηχανή. -
13 перекидной
επ.κινητός, φορητός•перекидной мост η κινητή γέφυρα.
-
14 переносный
επ.φορητός, μεταφερόμενος•-ая лампа φορητή λάμπα.
|| μεταφορικός•-ое значение μεταφορική σημασία.
-
15 портативный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноφορητός•-ая пишущая машинка φορητή γραφομηχανή.
-
16 рация
-и θ.ασύρματος• φορητός ραδιοσταθμός.
См. также в других словарях:
φορητός — borne masc nom sg φορητός borne masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορητότερον — φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητά — φορητός borne neut nom/voc/acc pl φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc/acc dual φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc sg (doric aeolic) φορητός borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητόν — φορητός borne masc acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg φορητός borne masc/fem acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητότατον — φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητῶν — φορητός borne fem gen pl φορητός borne masc/neut gen pl φορητός borne masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοῖς — φορητός borne masc/neut dat pl φορητός borne masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοί — φορητός borne masc nom/voc pl φορητός borne masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοῦ — φορητός borne masc/neut gen sg φορητός borne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)