-
1 φορβή
φορβή, ἡ, Weide, Futter, Nahrung; der Pferde u. Esel, Il. 5, 202. 11, 562; ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται Soph. Ai. 1074, u. öfter; bei Her. auch häufig von menschlicher Nahrung, Proviant, so φορβὴ καὶ οἶνος, Speise u. Trank, 1, 211; καρποὺς ἐς φορβὴν κατατίϑεσϑαι 1, 202; οὐδὲν ἔτι φορβῆς ἐνῆν ἐν τῷ τείχει 7, 107, u. sonst.
-
2 φορβή
-
3 φορβῇ
-
4 φορβη
ἡ [φέρβω] питание, пища, ( у животных) корм Hom., Soph., Her. etc. -
5 φορβή
φορβήpasture: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 φορβή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φορβή
-
7 φορβή
φορβή, ἡ, Weide, Futter, Nahrung; der Pferde u. Esel; häufig von menschlicher Nahrung, Proviant -
8 φορβή
η фураж, корм -
9 φορβή
φορβ-ή, ἡ,A pasture, food, in Hom. only of horses and asses, fodder, forage, Il.5.202, 11.562; of men,καρποὺς ἐς φ. κατατίθεσθαι Hdt.1.202
, cf.4.121, al.;πληρωθέντες φορβῆς καὶ οἴνου Id.1.211
, cf. S.Ph.43, 162 (anap.); of birds of prey,ὄρνισι φ. παραλίοις γενήσεται Id.Aj. 1065
, cf. Ar.Av. 348 (lyr.).2 metaph., fuel, AP5.238 (Paul.Sil.). -
10 φορβήν
φορβήpasture: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 φορβά
φορβάςgiving pasture: masc /fem voc sgφορβά̱, φορβήpasture: fem nom /voc /acc dualφορβά̱, φορβήpasture: fem nom /voc sg (doric aeolic)φορβόνneut nom /voc /acc pl -
12 Food
subs.P. and V. τροφή, ἡ, σῖτος, ὁ, P. ἐδωδή, ἡ (Plat.), ἔδεσμα, τό (Plat.), βρῶσις, ἡ, Ar. and P. βρῶμα, τό, σιτία, τά, Ar. and V. βορά, ἡ, φορβή, ἡ. βόσκημα, τό, V. θρεπτήρια, τά.Things to eat: P. and V. ἐδεστά, τά (Plat. and Eur., frag.), V. βρωτά, τά.Diet: P. and V. δίαιτα, ἡ.Get food ( of troops foraging): P. ἐπισιτίζεσθαι.Want of food: P. σιτοδεία, ἡ, V. ἀσιτία, ἡ, Ar. ἀπαστία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Food
-
13 forbea
forbea, ae, f. = φορβή, Futter, Nahrung, Paul. ex Fest. 84, 4.
-
14 φορβόν
-
15 φορβά
-
16 εὐ-δώρητος
εὐ-δώρητος, reichlich geschenkt, φορβή, Opp. H. 4, 359.
-
17 корм
1. (пища животных) η ζωοτροφή, η φορβή, η νομή брикетированный - πρε-σαριστή - (σε μπρικ)гранулированный - πρεσαριστή - σε γράνουλες/σφαιρίδια2. (кормление) το τάισμα, η ταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корм
-
18 фураж
η νομήη φορβήοι ζωοτροφέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фураж
-
19 корм
кормм ἡ ζωοτροφή, ἡ φορβή, ἡ νομή:подножный \корм ἡ βοσκή, ἡ νομή· задавать \корм скоту́ ταίζω τά ζῶα, δίνω νομή στά ζωα. -
20 кормление
кормлениес ί. τό θρέψιμο, ἡ σίτιση [-ις]/ τό τάισμα τών ζώων, ἡ φορβή (животных)·2. (грудью) ὁ θηλασμός, ἡ γα-λούχηση [-ις], τό βύζαγμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φορβῇ — φορβή pasture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβή — pasture fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για … Dictionary of Greek
φορβαῖς — φορβή pasture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβῆς — φορβή pasture fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβήν — φορβή pasture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβῶν — φορβή pasture fem gen pl φορβόν neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβαίος — αία, ον, Α αυτός που παρέχει φορβή, ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορβή + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
φορβά — φορβάς giving pasture masc/fem voc sg φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc/acc dual φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc sg (doric aeolic) φορβόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HERBA — antiquis Ferba, a φέρβη Aeolico, pro φορβὴ, Hebr. boum enim pabulum est. Dan. c. 4. v. 32. herbâ, ut boves, te cibabunt. Et v. 33. Herbam, boum instar, comedebat. Vide Sam. Bochart. Hieroz. Parte prior. l. 11. c. 31. Sed et priscis Aegyptiis… … Hofmann J. Lexicon universale
εμφορβίω — ἐμφορβίω (Α) επιβάλλω φόρο στη φορβή, στη βοσκή … Dictionary of Greek