-
1 φορβιά
φορβιά, ἡ, = φορβειά.
-
2 φόρβια
φόρβιονSalvia Horminum: neut nom /voc /acc pl -
3 φόρβια
φόρβ-ια· φάρμακα, οἱ δὲ φόρβα, Hsch. -
4 εὐ-φορβία
εὐ-φορβία, ἡ, gute Nahrung, Soph. frg. 727.
-
5 βου-φόρβια
βου-φόρβια, τά, Rinderheerde, Eur. I. T. 301 u. öfter.
-
6 ἱππο-φορβία
ἱππο-φορβία, ἡ, = ἱπποτροφία, Plat. Polit. 299 d.
-
7 ἐμ-φορβιόω
ἐμ-φορβιόω, die lederne Mundbinde, φορβιά, beim Flötenspiel anlegen, Ar. Av. 865.
-
8 βουφορβια
-
9 ευφορβια
-
10 ιπποφορβια
-
11 φορβόν
-
12 βουφόρβια
-
13 ἐμφορβιόω
ἐμ-φορβιόω, die lederne Mundbinde, φορβιά, beim Flötenspiel anlegen -
14 εὐφορβία
εὐ-φορβία, ἡ, gute Nahrung
См. также в других словарях:
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek
φόρβια — φόρβιον Salvia Horminum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορβέα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. φορβιά … Dictionary of Greek
ορβαία — ἡ, Α βλ. φορβιά … Dictionary of Greek
φορβειά — ἡ, ΜΑ βλ. φορβιά … Dictionary of Greek
φόρβιον — τὸ, Α 1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο 2. στον πληθ. τὰ φόρβια (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»] … Dictionary of Greek
Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… … Dictionary of Greek