-
1 φορβαδικος
-
2 φορβαδικός
φορβαδικός, in Heerden weidend, neben ἀγελαῖος Plut. Symp. 7, 8,4.
-
3 φορβαδικός
-
4 φορβαδικός
A characteristic of the 'herd',ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ φ. καὶ ἀγελαῖον καὶ ἀξύνετον λόγου Plu.2.713b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβαδικός
-
5 φορβαδικόν
φορβαδικόςcharacteristic of the 'herd'masc acc sgφορβαδικόςcharacteristic of the 'herd'neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
φορβαδικόν — φορβαδικός characteristic of the herd masc acc sg φορβαδικός characteristic of the herd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)