-
1 φορίνη
-
2 φορινη
-
3 φορίνη
A skin or hide of pachydermatous animals, esp. of swine, Hp.Acut.(Sp.)50, Ath.9.381c, etc.; of the rhinoceros, Ael. NA17.44; of the ox, Eust.1915.13; of the chamaeleon, Ael.NA4.33; of the tortoise's shell, dub. in S.Ichn.303: also of human skin, Antipho Soph.33, Aristomen. 10; metaph., φ. παχεῖαν φέρων 'thick- skinned', Plu.2.57a.II fat,νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. Herod. 4.16
. -
4 φορίνη
-
5 φορίνη
φορί̱νη, φορίνηskin: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 tergilla
-
7 φορίνην
φορί̱νην, φορίνηskin: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 φορίνης
φορί̱νης, φορίνηskin: fem gen sg (attic epic ionic) -
9 tergilla
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > tergilla
-
10 περιφόρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφόρινος
См. также в других словарях:
φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
φορίνη — φορί̱νη , φορίνη skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφορινόχρους — λευκοφορινόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + φορίνη «δέρμα, επιδερμίδα» + χρους (< χρώς), πρβλ. μελανό χρους] … Dictionary of Greek
περιφόρινος — ον Α 1. αυτός που περιβάλλεται από παχύ δέρμα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ περιφόρινοι είδος υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φορίνη «παχύ δέρμα» + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
φορίνιον — τὸ, Μ [φορίνη] υποκορ. τμήμα δέρματος τού ματιού που έχει υποστεί πάχυνση … Dictionary of Greek
φορινούμαι — όομαι, Α [φορίνη] (για το μάτι) περιβάλλομαι, καλύπτομαι από παχιά μεμβράνη … Dictionary of Greek
φορίνην — φορί̱νην , φορίνη skin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορίνης — φορί̱νης , φορίνη skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)