-
1 φολις
- ίδος ἥ1) чешуя ( только земноводных и пресмыкающихся)ἔστι ἥ φ. ὅμοιον χώρᾳ λεπίδος, φύσει δὲ σκλερότερον Arst. — чешуя пресмыкающихся заменяет чешую рыб и похожа на нее, но имеет более твердый состав;
φ. λιθοκόλλητος Diod. — мозаика из цветных камней2) отметина, пятно(φολίδες καὴ μώλωπες Plut.)
См. также в других словарях:
φολίς — horny scale fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. φολίδα … Dictionary of Greek
φολίδα — φολίς horny scale fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδας — φολίς horny scale fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδες — φολίς horny scale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδεσι — φολίς horny scale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδεσσι — φολίς horny scale fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδεσσιν — φολίς horny scale fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδι — φολίς horny scale fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδος — φολίς horny scale fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδων — φολίς horny scale fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)