Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φοιτῶν

См. также в других словарях:

  • φοιτῶν — φοίτης masc gen pl φοιτάω go to and fro pres part act masc voc sg φοιτάω go to and fro pres part act neut nom/voc/acc sg φοιτάω go to and fro pres part act masc nom sg (attic epic ionic) φοιτάω go to and fro pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίτων — φοί̱των , φοῖτος a repeated going masc gen pl φοιτάω go to and fro imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φοιτάω go to and fro imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»