Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φοιτητῶν

См. также в других словарях:

  • φοιτητῶν — φοιτητής one who regularly goes masc gen pl φοιτητός frequenting fem gen pl φοιτητός frequenting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • National Union of Greek Australian Students — infobox generic name = National Union of Greek Australian Students sub0 = Ένωση Ελληνο Αυστραλών Φοιτητών img1 = nugaslogo.jpg width1 = 100px cap1 = National Union of Greek Australian Students (NUGAS) lbl1 = Headquarters: row1 = Melbourne,… …   Wikipedia

  • σκιαδικός — ή, ό, Ν στον πληθ. τα σκιαδικά αντιδυναστικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα τον Μάιο 1859 από την αντιβασιλική φοιτητική νεολαία, τη λεγόμενη χρυσή νεολαία, εκδηλώσεις που άρχισαν με μεγάλη συγκέντρωση στο Πεδίο τού Άρεως τών αντιβασιλικών… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα …   Dictionary of Greek

  • ΕΦΕΕ — (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας). Συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών όλων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), το οποίο εκφράζει όλο το φοιτητικό κίνημα της χώρας μας. Ιδρύθηκε το 1975, έχει έδρα την Αθήνα και συμμετέχουν σε αυτό ως… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»