-
1 φοινῑκό-ρυγχος
φοινῑκό-ρυγχος, mit purpurnem, rothem Schnabel, Arist. H. A. 9, 24.
-
2 φοινικόρυγχος
φοινῑκό-ρυγχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικόρυγχος
-
3 φοινῑκόρυγχος
φοινῑκό-ρυγχος, mit purpurnem, rotem Schnabel -
4 φοινικορυγχος
См. также в других словарях:
χρυσόρυγχος — ον, Α αυτός που έχει χρυσό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ῥύγχος (πρβλ. φοινικό ρυγχος)] … Dictionary of Greek