-
1 φοινικόρυγχος
φοινῑκό-ρυγχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικόρυγχος
См. также в других словарях:
χρυσόρυγχος — ον, Α αυτός που έχει χρυσό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ῥύγχος (πρβλ. φοινικό ρυγχος)] … Dictionary of Greek