-
1 φοινικίνη
φοινῑκίνη, φοινίκινοςof the date-palm: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————φοινῑκίνῃ, φοινίκινοςof the date-palm: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 φοινικίνῃ
Βλ. λ. φοινικίνη -
3 φοινίκινος
Aφοῖνιξ B. 11
) = φοινικήϊος 1, of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent, Antiph.106.4; οἶνος ὁ φ. palm-wine, Ephipp. 24; without οἶνος, Id.8.2;φ. καρποί PHamb.5.11
(i A.D.); φοινικίνη, ἡ, name of a plaster, Gal.13.375.b made of palm-wood, Ath.Mech. 17.14.II Φοινίκινος, η, ον, Phoenician,ἡ Φ. νόσος
elephantiasis,Gal.
19.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκινος
См. также в других словарях:
φοινικίνη — φοινῑκίνη , φοινίκινος of the date palm fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικίνῃ — φοινῑκίνῃ , φοινίκινος of the date palm fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκινος — (I) ίνη, ον, Α αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού τού δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.) 2. ο κατασκευασμένος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φοινίκινος (με ή… … Dictionary of Greek