-
1 φοινιγμός
φοινιγμός, ὁ, 1) das Röthen, Rothmachen. – 2) bei den Aerzten das Rothmachen, Reizen od. Aufziehen der Haut durch scharfe, beißende Mittel, Sp.
-
2 φοινιγμός
-
3 φοίνιξις
-
4 φοίνιξις
См. также в других словарях:
φοινιγμός — the irritation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμός — ο, ΝΜΑ [φοινίσσω] ιατρ. ερυθρότητα τού δέρματος που οφείλεται σε επίθεση ερεθιστικής ουσίας … Dictionary of Greek
φοινιγμοῖς — φοινιγμός the irritation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμοί — φοινιγμός the irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμοῦ — φοινιγμός the irritation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμούς — φοινιγμός the irritation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμῶν — φοινιγμός the irritation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμῷ — φοινιγμός the irritation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμόν — φοινιγμός the irritation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνιξις — ίξεως, ἡ, ΜΑ [φοινίσσω] ερυθρότητα τού δέρματος, που οφείλεται σε ερεθισμό από την επίθεση εμπλάστρων ή άλλων υλικών, φοινιγμός* … Dictionary of Greek