Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φοινιγμός

См. также в других словарях:

  • φοινιγμός — the irritation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμός — ο, ΝΜΑ [φοινίσσω] ιατρ. ερυθρότητα τού δέρματος που οφείλεται σε επίθεση ερεθιστικής ουσίας …   Dictionary of Greek

  • φοινιγμοῖς — φοινιγμός the irritation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμοί — φοινιγμός the irritation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμοῦ — φοινιγμός the irritation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμούς — φοινιγμός the irritation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμῶν — φοινιγμός the irritation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμῷ — φοινιγμός the irritation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινιγμόν — φοινιγμός the irritation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνιξις — ίξεως, ἡ, ΜΑ [φοινίσσω] ερυθρότητα τού δέρματος, που οφείλεται σε ερεθισμό από την επίθεση εμπλάστρων ή άλλων υλικών, φοινιγμός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»