-
1 ῥόδον
ῥόδον, τό, die Rose; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. ῥοδέα.
См. также в других словарях:
φοινικέα — φοινίκεος purple red neut nom/voc/acc pl (attic epic) φοινίκεος purple red neut nom/voc/acc pl (attic) φοινικέᾱ , φοινίκεος purple red fem nom/voc/acc dual (attic epic) φοινικέᾱ , φοινίκεος purple red fem nom/voc sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκεα — φοινίκεος purple red neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικέας — φοινικέᾱς , φοινίκεος purple red fem acc pl (attic epic) φοινικέᾱς , φοινίκεος purple red fem gen sg (attic doric aeolic) φοινικέᾱς , φοινίκεος purple red fem acc pl φοινικέᾱς , φοινίκεος purple red fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, οῡσα, οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), έα, ον, Α (ποιητ.τ.) 1. πορφυρός 2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον το πορφυρό χρώμα 4. φρ. α) «σύκινα… … Dictionary of Greek
φοινικέαις — φοινίκεος purple red fem dat pl (attic epic) φοινικέᾱͅς , φοινίκεος purple red fem dat pl (attic) φοινίκεος purple red fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)