-
1 φοβερ-ώψ
-
2 φοβερ-ωπός
φοβερ-ωπός, = Folgdm, Orph. tr. 8, 8.
-
3 φοβερ-όφθαλμος
φοβερ-όφθαλμος, = Folgdm, Erkl. von γλαυκὸς δράκων, Schol. Pind. Ol. 8, 37.
-
4 φοβερώψ
φοβερ-ώψ, ῶπος, u. φοβερ-όφθαλμος, u. φοβερ-ωπός, von fürchterlichem Anblick
См. также в других словарях:
φοβέρ' — φοβερά , φοβερός fearful neut nom/voc/acc pl φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc/acc dual φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοβερέ , φοβερός fearful masc voc sg φοβεραί , φοβερός fearful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
πονηρόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
φλογώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, Α φλογωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + ώψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
χρυσώψ — ῶπος, ὁ, Α χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek