-
1 φοβερός
1) hrozný2) strašný
См. также в других словарях:
φοβερός — fearful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek
φοβερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προξενεί φόβο, τρόμο, τρομερός, τρομαχτικός: Πικρή ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη (Δ. Σολωμός). – Φοβερός σεισμός. 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φριχτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός: Φοβερή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβερά — φοβερός fearful neut nom/voc/acc pl φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc/acc dual φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερώτερον — φοβερός fearful adverbial comp φοβερός fearful masc acc comp sg φοβερός fearful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερωτάτων — φοβερός fearful fem gen superl pl φοβερός fearful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερωτέραις — φοβερός fearful fem dat comp pl φοβερωτέρᾱͅς , φοβερός fearful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερωτέρων — φοβερός fearful fem gen comp pl φοβερός fearful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερῶν — φοβερός fearful fem gen pl φοβερός fearful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερόν — φοβερός fearful masc acc sg φοβερός fearful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερώτατα — φοβερός fearful adverbial superl φοβερός fearful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)