Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φοίνικας

См. также в других словарях:

  • φοινικάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοίνικας — ο 1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικάς — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικᾶς — φοινίκεος purple red fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκας — Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem acc pl Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκας — φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem acc pl φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίνικας — Φοί̱νῑκας , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc pl Φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — φοί̱νικας , φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικά — φοινικάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»