-
1 φοίνικας
[финикас] ουσ. а. пальмовое дерево, финиковая пальма, финик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φοίνικας
-
2 пальма
-
3 финик
-
4 пальма
бот. о φοίνικας, το φοινικόδεντροкокосовая - ο κοκκοφοίνικας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пальма
-
5 пальма
пальм||аж τό φοινικόδεντρο, ὁ φοίνικας, ὁ φοίνιξ:кокосовая \пальма ὁ κοκκοφοίνικας· финиковая \пальма ἡ χουρμαδιά· ◊ получить \пальмау первенства νικώ, παίρνω τά πρωτεία. -
6 финик
[φίνικ] ουσ. α φοίνικας -
7 финик
[φίνικ] ουσ α φοίνικας -
8 жар-птица
-ы θ.(λαϊκή ποίηση) φλογόφτερο μαγικό πουλί, φοίνικας. -
9 пальма
-ы θ.φοίνικας, φοιν ικόδεντρο, φοινικιά, χουρμαδιά•кокосоваяпальма κοκκοφοίνικας•
финиковая пальма η χουρμαδιά.
εκφρ.пальма первенства – η πρώτη θέση στους αγώνες, πρωτάθλημα. -
10 феникс
-а α.1. φοίνικας (μυθολογικό πτηνό).2. παλ. καταπληκτικότητα, μοναδικότητα, το μοναδικό. -
11 финик
-а α.φοίνικας, φοινίκι, χουρμάς. -
12 финиковый
επ.φοινικικός, φο ιν ίκ ιος•финиковый лист φοινικόφυλλο•
-ая пальма φοίνικας ο δακτυλιοφόρος, φοινικιά, χουρμαδιά.
См. также в других словарях:
φοινικάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοίνικας — ο 1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοινικάς — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοινικᾶς — φοινίκεος purple red fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινίκας — Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem acc pl Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκας — φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem acc pl φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίνικας — Φοί̱νῑκας , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc pl Φοῖνιξ Phoenician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικας — φοί̱νικας , φοῖνιξ Phoenician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικά — φοινικάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)