Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φλῶ

  • 1 φλω

    φλάω
    crush: pres imperat mp 2nd sg
    φλάω
    crush: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    φλάω
    crush: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    φλάω
    crush: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    φλέω
    teem with abundance: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    φλέω
    teem with abundance: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > φλω

  • 2 φλῶ

    φλάω
    crush: pres imperat mp 2nd sg
    φλάω
    crush: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    φλάω
    crush: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    φλάω
    crush: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    φλέω
    teem with abundance: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    φλέω
    teem with abundance: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > φλῶ

  • 3 φλέω

    φλέω (vgl. φλύω, βλύω, fluo, fleo), im praes. u. impf., – 1) intr., quellen, sprudeln, überfließen, übersprudeln, φλῶ τὸ ἀναδίδωμι Schol. Il.; dah. Ueberfluß haben, strotzen, δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ Aesch. Ag. 367, vgl. 1390, φλέον πῆξαι, Milch zu Käse machen, Babr. 130, 3; – c. dat. auch vom Ueberfluß an Worten, schwatzen, plappern, bes. einfältiges oder unüberlegtes Zeug schwatzen. – 2) trans., fließen lassen, herausquellen od. überfließen lassen, auswerfen; auch vom Erbrechen, u. vom Körper, der einen Ausschlag hervortreibt.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > φλέω

См. также в других словарях:

  • φλώ — άω, Α λειώνω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω* «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ* και κλῶ*, μια ομάδα λ. με έντονες… …   Dictionary of Greek

  • φλῶ — φλάω crush pres imperat mp 2nd sg φλάω crush pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φλάω crush pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φλάω crush imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) φλέω teem with abundance pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… …   Dictionary of Greek

  • φλίβω — Α (αιολ. τ.) θλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. τού ρ. θλίβω* (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • αναφλώ — ἀναφλῶ ( άω) (Α) [φλω] 1. προκαλώ με το χέρι στύση του πέους 2. έχω στύση του πέους …   Dictionary of Greek

  • θλαδίας — θλαδίας, ὁ (Α) ευνούχος, αυτός που έχει «εκτεθλασμένους», σπασμένους τους όρχεις, «εκτομίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. θλαδίας (< θλώ) και θλαδιώ* πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς το φλαδιώ, παράλληλο τ. τού φλω = θλω (πρβλ. και κλάδος/κλω)] …   Dictionary of Greek

  • φλάσις — εως, ἡ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάση …   Dictionary of Greek

  • φλάσμα — ατος, τὸ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάσμα …   Dictionary of Greek

  • φλάω — Α βλ. φλῶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»