-
1 φλήναφος
-
2 φληναφος
-
3 φλήναφος
φλήναφοςidle talk: masc nom sg -
4 φλήναφος
-
5 φλήναφος
ο болтун, пустомеля -
6 φλήναφος
болтовня, болтун -
7 φλήναφος
φλήνᾰφ-ος, ὁ,A idle talk, nonsense,ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6
, cf. Kol.21, Luc.Dem.Enc.35, Amelius ap.Porph.Plot.17;τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.Ep.803.4
: pl., Phld.Rh.2.267S., Luc.Somn.7, Pisc.25, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλήναφος
-
8 φληνάφοις
φλήναφοςidle talk: masc dat pl -
9 φληνάφου
φλήναφοςidle talk: masc gen sg -
10 φληνάφους
φλήναφοςidle talk: masc acc pl -
11 φληνάφων
φλήναφοςidle talk: masc gen plφληναφάωchatter: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)φληναφάωchatter: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
12 φληνάφως
φλήναφοςidle talk: masc acc pl (doric) -
13 φλήναφε
φλήναφοςidle talk: masc voc sg -
14 φλήναφοι
φλήναφοςidle talk: masc nom /voc pl -
15 φλήναφον
φλήναφοςidle talk: masc acc sg -
16 φληναφημα
-
17 φλῆνος
-
18 ἐκ-φλαίνω
-
19 оглашённый
επ. (απλ.) παπαρδέλας, φλήναφος. -
20 трепливый
επ., βρ: -лив, -а, -оαερολόγος, φλύαρος, φλήναφος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φλήναφος — idle talk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
φληνάφοις — φλήναφος idle talk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φληνάφου — φλήναφος idle talk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φληνάφους — φλήναφος idle talk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φληνάφων — φλήναφος idle talk masc gen pl φληναφάω chatter imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φληναφάω chatter imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φληνάφως — φλήναφος idle talk masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήναφε — φλήναφος idle talk masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήναφοι — φλήναφος idle talk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήναφον — φλήναφος idle talk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήνος — ήνεος και ήνους, τὸ, Α φλήναφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ] … Dictionary of Greek